συλλαβή

συλλαβή
Φωνητική ενότητα που μπορεί να προφερθεί κατά τρόπο αυτόνομο και η οποία, μαζί με μία ή περισσότερες άλλες, συγκροτούν μια λέξη. Σύμφωνα με την παραδοσιακή γλωσσολογία, κάθε συλλαβή αποτελείται από μία ηχητική κορυφή ή φωνητικό σημείο, γύρω από το οποίο μπορούν να συναθροιστούν άλλα φωνήεντα, που έχουν μικρότερη ηχητικότητα. Η ηχητική κορυφή αποτελείται από ένα φωνήεν ή από μία δίφθογγο, αλλά σε μερικές γλώσσες μπορεί ν’ αποτελείται και από ένα ηχηρό σύμφωνο (c, e, m, n, r), που στην αλληλουχία των συμφώνων παίζουν το ρόλο φωνήεντος (π.χ. ΚνΚ, που στην τσεχική σημαίνει λαιμός). Οι συλλαβές διακρίνονται σε «ανοικτές» και «κλειστές». Ονομάζονται «ανοικτές» όταν τελειώνουν με την ηχητική κορυφή (π.χ. και οι δύο συλλαβές στη λέξη πάνω), και «κλειστές» όταν τελειώνουν σε φθόγγο με μικρότερη ηχητική ένταση ως προς την κορυφή (π.χ. η πρώτη σ. στη λέξη άλλα). Οι κλαστές έχουν περίπου διπλάσια διάρκεια από τις πρώτες και ονομάζονται συμβατικά «μακρές».
* * *
η, ΝΜΑ [συλλαμβάνω]
γραμμ. τμήμα λέξης που αποτελείται από ένα φωνήεν ή δίφθογγο, μόνο του ή συνοδευόμενο από ένα ή περισσότερα σύμφωνα, και το οποίο προφέρεται με μια φωνή, αποτελεί έναν ήχο
μσν.-αρχ.
γράμμα, επιστολή
αρχ.
1. σύλληψη, εγκυμοσύνη
2. είδος λαβής κατά την πυγμαχία
3. σύλληψη έννοιας από τον νου, αντίληψη
4. αυτό που συγκρατεί κάτι, δεσμός, ζώνη («ἔχω στρόβους ζώνας τε συλλαβὰς πέπλων», Αισχύλ.)
5. μουσ. η χορδή η ονομαζόμενη τετάρτη
6. μαθημ. άθροισμα δύο ή περισσότερων αριθμών
7. στον πληθ. αἱ συλλαβαί
τα γράμματα τού αλφαβήτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συλλαβῇ — συλλαβή conception fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβή — conception fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβή — η μέρος της λέξης: Η λέξη «ώρα» αποτελείται από δύο συλλαβές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλάβῃ — συλλαμβάνω collect aor subj mp 2nd sg συλλαμβάνω collect aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλαβή — συλλαβή , συλλαβή conception fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβαῖν — συλλαβή conception fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβαῖς — συλλαβή conception fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβαί — συλλαβή conception fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβᾶς — συλλαβή conception fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβῆς — συλλαβή conception fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”